- ἐπανατρέπω
- ἐπανα-τρέπω,A overturn, upset, Hdn.3.8.5.II intr., return,
εἰς τὸν λόγον Cratin.181
(dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς τὸν λόγον Cratin.181
(dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επανατρέπω — ἐπανατρέπω (Α) 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. παθ. μτφ. κατατροπώνομαι 3. επανέρχομαι, ξαναγυρίζω … Dictionary of Greek